επίουρα

επίουρα
ἐπίουρα, τά (Μ)
(κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῡ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”